φευκτέος

φευκτέος
α, ο[ν] нежелательный, которого нужно избегать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φευκτέος" в других словарях:

  • φευκτέος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φευκτέον — φευκτέος masc/fem acc sg φευκτέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φευκτέα — φευκτέος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φευκτέε — φευκτέος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φευκτέοι — φευκτέος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φευκτέοις — φευκτέος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φευκτέου — φευκτέος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φευκτέων — φευκτέος masc/fem/neut gen pl φευκτός to be shunned masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»